συνεκπλώω

συνεκπλώω
Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνεκπλέω — και ιων. τ. συνεκπλώω Α 1. εκπλέω μαζί με κάποιον 2. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. στον εν. ή στον πληθ. ως κύριο όν.) Συνεκπλέουσα ή Συνεκπλέουσαι ονομασία κωμωδίας τού Φιλιππίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπλέω «αποπλέω, διαπλέω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”